ελατινος

ελατινος
    ἐλάτινος
    ἐλάτῐνος
    эп. εἰλάτινος 2
    (ᾰ) еловый
    

(ὄζοι Hom., Eur.; ἱστός Hom.; πλάται Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ελατινος" в других словарях:

  • ελάτινος, -η, -ο — και ελατένιος, ια, ιο και ελατίσιος, ια, ιο ο κατασκευασμένος από ξύλο έλατου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐλάτινος — of the fir masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελάτινος — η, ο (AM ἐλάτινος, η, ον και ἐλάτινος, ον Α και εἰλάτινος, η, ον) ο κατασκευασμένος από ξύλο έλατου αρχ. 1. αυτός που ανήκει σε έλατο ή προέρχεται απὸ αυτό («ὄζοι εἰλάτινοι, ξύλα ἐλάτινα») 2. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο άνθος τής… …   Dictionary of Greek

  • εἰλάτινον — ἐλάτινος of the fir masc acc sg ἐλάτινος of the fir neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλατίνων — ἐλάτινος of the fir fem gen pl ἐλάτινος of the fir masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλάτινον — ἐλάτινος of the fir masc acc sg ἐλάτινος of the fir neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλατίνην — ἐλάτινος of the fir fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλατίνοις — ἐλάτινος of the fir masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλατίνοισιν — ἐλάτινος of the fir masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλατίνου — ἐλάτινος of the fir masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλατίνῃ — ἐλάτινος of the fir fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»